11.09.1949 | Ταξίδι στον Βάμο Αποκορώνου (Κρήτη)
11-9-49
Χανιά
Αγαπητέ Μπαμπάκα μου,
προ ολίγου έφτασα από τον Βάμο, τέλεια ξεθεωμένος αλλά κι ενθουσιασμένος απ’ το χωριό μας. Ήμασταν η Όλγα, μια ξαδέλφη της κι ο άντρας της, διευθυντής της Εθνικής Τρ[απέζης] των Χανιών, κι εγώ. Φθάσαμε εκεί στις 10 το πρωί με πρόγραμμα να καθήσωμε δυο ώρες, κι αφού δούμε λίγο το χωριό να γυρίσωμε στα Χανιά. Πρωτοπήγαμε λοιπόν στο γυμνάσιο φθάνοντας, το οποίο είναι ωραιότατο και πολύ ευρύχωρο, οπωσδήποτε το ωραιότερο επαρχιακό σχολείο που ’χω δει ίσαμε τώρα. Φαντάζεσαι τις χαρές που έκανε ο γυμνασιάρχης όταν έμαθε την άφιξή μου. Μιλούσε συνεχώς για σένα, την καλωσύνη σου, την ευγνωμοσύνη τους και τα τοιαύτα επί μισή ώρα. Μας έδειξε το γυμνάσιο και το μέρος όπου θα κτισθή η αίθουσα που προς τιμήν σου θα ονομασθή «Λαμπράκειος» και με παρεκάλεσε θερμότατα, μαζί με τον γιατρό και κάτι καθηγητάς, να τους στείλης μια μόνο φωτογραφία σου. Το ’χουνε καϋμό. Εν τω μεταξύ είχε μαθευτεί στο χωριό πως «ήρθενε ο γιος του Δημητράκη» και τρέξανε όλοι τους. Το μισό χωριό είχε μαζευτεί κι ακόμη με πονάει το χέρι μου απ’ τις πολλές τις χαιρετούρες. Όλοι βέβαια [άρχισαν] να ρωτάν για σένα, οι πιο γέροι, που σε θυμόντουσαν να συγκινούνται κτλ. Επήγαμε μετά στην μεγάλη τους κατασκήνωση, ωραιοτάτη μα την αλήθεια, κι η πιο περιποιημένη και καθαρή που είδα ποτέ μου, και μου προσέφεραν μια τόοση ανθοδέσμη (: «ο δήμος Βάμου σάς ….. »). Την πασσάρισα στην Όλγα και κάναμε κατόπιν το γύρο του χωριού έχοντας από πίσω μας πάνω από πενηνταριά ανθρώπους για συνο|δεία. Η αγάπη που σου ’χουν οι άνθρωποι αυτοί, μικροί και μεγάλοι, είναι αφάνταστη αλλά πολύ τους κακοφαίνεται που δεν ήρθες καθόλου στο χωριό σου.
Είδα και το σπίτι σου όπου πήρα μερικές φωτογραφίες να σου τις κρατώ. Είναι όμως ετοιμόρροπο. Οι αμυγδαλιές του είν’ εν τάξει, αλλ’ ο φούρνος καταστράφηκε. Μέσα δεν μπήκαμε. Είδα και τη θέση που βρισκόταν το μαγαζί του πατέρα σου και κατεβήκαμε μετά όλοι μαζί στον καφενέ.
Ως χωριό ωραιότατο. Μου ’κανε κατάπληξη η καθαριότητα κι ο διαφορετικός του χαρακτήρας, ανάμεσα στα τουρκίζοντα άλλα κρητικά χωριά. Φαρδείς οι δρόμοι, ψηλά και ανοιχτόκαρδα τα σπίτια, τίποτα απ’ το στενό στενό και σκοτεινό σοκκάκι της Πηγής ή των Χανιών. Έγινε τώρα κι ένα λιοτρίβι πάρα πολύ μοντέρνας εγκαταστάσεις που εξυπηρετεί όλη την περιοχή.
Πήγαμε κατόπιν στο σπίτι κάποιου Παπαδάκη, πατέρα του Αρτέμη που βρίσκεται στο «Βήμα». Υποτίθεται ότι ήταν για να πάρωμε έναν μεζέ διότι μόλις είπαμε να φύγωμε βάλαν τις φωνές και μου ’πανε κατηγορηματικά ότι δεν θα μ’ άφιναν να φύγω αν δεν καθόμουνα για μια ακόμη ώρα. Ο μεζές αυτός κράτησεν από τις 11 μέχρι τις 4 ½ τ’ απόγευμα και εξελίχτηκε σε πεντάωρο τρικούβερτο γλέντι. Ήσαν εκεί ο γυμνασιάρχης, ο δήμαρχος, οι καθηγηταί, τα παιδιά και τα εγγόνια, οι προσωπικότητες του χωριού κι όσοι ακόμα χωρούσαν.
Πρώτη φορά που ήπια τόσο κρασί, για να μην τους κακοκαρδίσω. Το νόμιζα ελαφρό αλλά σε μια στιγμή άρχισα να τα βλέπω όλα διπλά κι έπαψα. Ευτυχώς που | δεν εκατάλαβε κανείς τίποτε. Άρχισαν μετά οι μαντινάδες από τις οποίες σου αντιγράφω δυο. Η Όλγα θα σου γράψει άλλες δυο:
Σήμερα δεν πατήσαμε
έχουμε την χαρά μας
γιατ’ είδανε τα μάτια μας
το πεθυμά η καρδιά μας.
Αργείς Χρηστάκη να ’ρχεσαι
και χόρτιασε η αυλή μας
να ’ρχεσ’ από νωρίτερα
να σκάσουν οι οχτροί μας.
Αργότερα στήθηκε ο χορός και ξανά φαγοπότι. Τυρί, εληές, ψάρια, κοττόπουλα, κοκορέτσια, ρετσίνες, αρετσίνωτα, κτλ κτλ. Θα ξετρελλαινόταν η Μαμά.
Ήταν οπωσδήποτε πολύ ωραία και εξαιρετικά συμπαθητικά. Λυπηθήκανε μόνο που δεν τους είχα ειδοποιήσει πρωτύτερα γιατί τότε θα μαζευόντουσαν κι από τα γύρω χωριά να μ’ υποδεχτούν. Σωστό πανηγύρι. Επίσης το ’χουνε δέσει κόμπο πως του χρόνου θα πάμε όλοι μαζί χωρίς άλλο γιατί θέλουνε να σε δουν εκεί και έχουνε παράπονο την απουσία σου τόσα χρόνια τώρα.
Μου ’πανε τώρα να σου πως και λίγα για το σχολειό τους. Τι να γράψω; Είναι το καλύτερο επαρχιακό σχολείο που έχω δει ίσαμε τώρα. Μεγάλο, ευρύχωρο εννοώ, βολικώτατο, με τερράτσες, μπαλκόνια, μεγάλα παράθυρα και ευάερες επομένως τάξεις και καθηγηταί με πολύ καλή θέληση. Οπωσδήποτε τα χρήματα που δόθηκαν δεν πήγανε χαμένα. οι άνθρωποι είναι (και μ’ άφισε κατάπληκτο όταν τους συγκρίνω με τους άλλους χωρικούς) πολύ ξυπνοί, ευσυνείδητοι και πιο | «πολιτισμένοι» από τους υπόλοιπους Κρητικούς. Δουλεύουνε δε και πάρα πολύ κι έχουν πολύ αισιοδοξία: Το κυριώτερο.
Ένας καθηγητής της γυμναστικής, Χαϊδεμένος, που έχει διοργανώσει πολλές αθλητικές εκδηλώσεις στα Χανιά, θα ήθελε να τον βοηθήσης, δεν ξέρω πώς, για να βάλη μπρος, τον ερχόμενον Απρίλιο, τους σκοπευτικούς αγώνας των Αποκορώνων, που υπήρχαν και προ του πολέμου. Θα τον ξαναδώ όμως και θα μου εξηγήση εκτενέστερα.
Έχεις ακόμα άπειρες ευχές και χαιρετίσματα από τους πιο πολλούς συγχωριανούς σου, των οποίων βέβαια, ξέχασα εντελώς τα ονόματα. Ήταν και μια κυρία Ελισσάβετ που ήθελε να με δη αλλά δεν επρόφθασα να πάω.
Με πολλή πολλή αγάπη
Χρήστος απ’ το Βάμο