17.11.1944 | Επιστροφή της οικογένειας στην Αθήνα
Δεν πέρασε μια ώρα που είχαμε φύγει από το λιμάνι όταν άρχισε μια φοβερή καταιγίδα, με φοβερό αέρα και βροχή. Το καΐκι ανεβοκατέβαινε σαν καρυδότσουφλο, ο καπετάνιος άρχισε να βρίζει και να λέει: «Ανάθεμα την ώρα που πήρα γυναίκα και παιδιά στο καΐκι». Ήταν η πρώτη φορά που η Λένα έβαλε τα κλάματα γιατί κρύωνε πολύ! Πήρα και τα δύο παιδιά στην αγκαλιά μου να τους δώσω λίγο κουράγιο. Για κακή μας τύχη στο δρόμο συναντήσαμε άλλο ένα μικρό καΐκι, που ζητούσε βοήθεια γιατί του είχε χαλάσει η μηχανή και κινδύνευε. Το δέσαμε με σχοινί και το κούνημα έγινε ακόμα χειρότερο όπως και η ασφάλεια του ταξιδιού μας. Mε πολλούς κόπους και ταλαιπωρίες και άλλες τόσες ύβρεις των καπετανέων φτάσαμε νύχτα στο Εμποριό, νομίζω έτσι το έλεγαν, ένα μικρό λιμανάκι στο πίσω μέρος της Χίου. Άνοιξε ένα μπακάλικο όπου στο πίσω μέρος ήταν και το σπίτι του γηραιού ζεύγους στο οποίο ανήκε το μπακάλικο. Aγόρασα αμέσως μια μπουκάλα μαστίχα Χίου και άρχισα να κάνω εντριβές στα παιδιά που ήταν ξεπαγιασμένα. Βλέπω άδειο το διπλό κρεβάτι των ιδιοκτητών και χωρίς να ρωτήσω έχωσα τα παιδιά κάτ απ’ τα παπλώματα που μόλις είχε εγκαταλείψει το γηραιό ζεύγος. Ξάπλωσα κι εγώ κοντά τους και επιτέλους στεγνώσαμε. Tην άλλη μέρα πλέον, με καλό καιρό, άρχισε ήρεμα το ταξίδι της επιστροφής. Πριν ξεκινήσουμε αποφασίσαμε να πάμε στην Τήνο να ευχαριστήσουμε τη Mεγαλόχαρη που σωθήκαμε από φοβερό κίνδυνο. […]
Όσο ήμασταν στην Κωνσταντινούπολη είχα αγοράσει ένα ζεύγος αδιάβροχα παπούτσια του Xρήστου, για να έχει να πηγαίνει στο σχολείο. O Xρήστος ήταν ήδη 10 ετών, όταν στην Τήνο μού λέει: «Μαμά όταν κινδυνεύαμε έταξα στην Παναγία τα καλά μου παπούτσια». Τ’ ακούω και τρομάζω ότι ο Χρήστος πάλι θα βρεθεί χωρίς παπούτσια, όπως όλη την κατοχή που την πέρασε με κομμένη τη μύτη μπρος για να χωράει το πόδι του που μεγάλωνε. Έτσι σοβαρά του απήντησα: «Αυτό Χρήστο μου δεν είναι τάμα δικό σου, γιατί τα παπούτσια τ’ αγοράσαμε με χρήματα που άφησε ο πατέρας σου. Πρέπει όταν αρχίσεις να δουλεύεις και βγάλεις τα πρώτα δικά σου χρήματα να εκτελέσεις το τάμα σου και να δώσεις στην εκκλησία ό,τι θα κοστίζει τότε το καλύτερο ζεύγος παπουτσιών». Έτσι γλύτωσαν τα παπούτσια.
Έλζα Δ. Λαμπράκη, «Βηρυτός» (απόσπασμα), από το: Κομμάτια της ζωής μου, [Αθήνα], 2004, Ερμής 2018.