01.02.1944 | Επιδρομή στο σπίτι από τη γερμανική αστυνομία
Ήταν ένας κρύος κατοχικός χειμώνας. Μοναδική σόμπα στην τραπεζαρία της οδού Βουλής, όπου είχαμε βάλει ένα ντιβάνι και εκεί περνούσαμε τις ημέρες μας. O Μήτσος είχε αρχίσει να γράφει τις αναμνήσεις του από τη δημοσιογραφική και πολιτική ζωή του. Όπως δεν είχε τις εφημερίδες του, τις είχε παραχωρήσει στο προσωπικό για να μην μείνουν τόσοι άνθρωποι χωρίς δουλειά, αυτός έμενε στο σπίτι το βράδυ. Καθόταν κι έγραφε. Τον παρακαλούσε να μου διαβάσει αυτά που έγραφε, αλλά όλο μου έλεγε: «όχι ακόμα, άμα τελειώσω τότε μόνο θα τα διαβάσεις». Ένα βράδυ εγώ είχα ήδη πέσει στο κρεβάτι και ο Μήτσος έμεινε στην τραπεζαρία γράφοντας. Ακούμε ένα έντονο κουδούνισμα και χτύπους στην έξω πόρτα. Ρωτήσαμε ποιος είναι και μας απήντησαν «Γερμανική Αστυνομία». Σηκωθήκαμε αμέσως, άνοιξε ο Μήτσος κι είδαμε να ανεβαίνουν τις σκάλες δύο Γερμανοί με στολή και ένας Έλλην διερμηνέας –τον έλεγαν Ριζόπουλο– μας είπαν πως θα έκαναν έρευνα. Ευτυχώς πριν ανοίξει την πόρτα ο Μήτσος μου πέρασε μια χούφτα χαρτιά και τα έχωσα μέσα στην σόμπα. Μας συγκέντρωσαν στην τραπεζαρία όλους όσοι ήμασταν σπίτι, τη Νανάνη και εμάς, τα παιδιά δεν τα ξύπνησαν. Μας ζητήσανε τα κλειδιά από τα ντουλάπια και τα συρτάρια και άρχισαν να ψάχνουν και να ανοίγουν τα πάντα. Ήταν ένα συναίσθημα άκρως δυσάρεστο. Εμείς περιορισμένοι σ’ ένα δωμάτιο του σπιτιού μας, οι ξένοι να ανοίγουν, να βλέπουν, να διαβάζουν προσωπικά σου πράγματα.
Έλζα Δ. Λαμπράκη, «Φεβρουάριος 1944» (απόσπασμα), από το: Κομμάτια της ζωής μου, [Αθήνα], 2004, Ερμής 2018.