Βιογραφικά στοιχεία
Γεννήθηκε το 1888 στον Βάμο Χανίων και πέθανε στην Αθήνα το 1957. Δημοσιογράφος, ιδρυτής του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη. Το 1897, και ενώ ακόμα ήταν μαθητής του «Ελληνικού Σχολείου», άφησε τα θρανία για να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως νοσοκόμος στο Ορεινό Στρατιωτικό Νοσοκομείο της επαναστατημένης Κρήτης «παρέχων υπερτέρας των δυνάμεων της ηλικίας του υπηρεσίας», όπως αναφέρεται.
Το 1906, όταν τελείωσε το Γυμνάσιο Χανίων, ο Λαμπράκης έσπευσε να πάρει μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα, στην περιοχή της Φλώρινας, με έδρα το χωριό Φλάμπουρο (τότε Νεγκοβάνι), παρουσιάζοντας την πλαστή ιδιότητα του δασκάλου. Αποκαλύφθηκε όμως από τους Τούρκους, φυλακίστηκε και επρόκειτο να απαγχονιστεί αλλά αμνηστεύτηκε μετά την Επανάσταση των Νεοτούρκων (1908). Έφυγε τότε για την Κρήτη αλλά ξαναγύρισε στη Δυτική Μακεδονία για να συνεχίσει την εθνική δράση του, για την οποία είχε αναγνωριστεί ως ένας από τους δέκα πρώτης τάξης πράκτορες του Μακεδονικού Αγώνα. Συνελήφθη και πάλι, φυλακίστηκε και απολύθηκε έπειτα από καταβολή εγγύησης εκ μέρους του Ελληνικού Προξενείου Μοναστηρίου, που κατόπιν τον φυγάδευσε. Γύρισε και πάλι στην Κρήτη, αλλά σύντομα έφυγε για το Γιοχάνεσμπουργκ της Νότιας Αφρικής, όπου εξέδωσε μια εβδομαδιαία ελληνική εφημερίδα. Με την κήρυξη του Α΄Βαλκανικού Πολέμου (1912) επέστρεψε στην Ελλάδα και κατατάχθηκε ως εθελοντής. Το 1914 ο Λαμπράκης εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και προσλήφθηκε ως συντάκτης στην εφημερίδα Πατρίς του Σπυρίδωνα Σίμου. Κατά τη διάρκεια του Διχασμού φυλακίστηκε ως υπεύθυνος για τη δημοσίευση στην Πατρίδα του εγγράφου της παράδοσης του οχυρού Ρούπελ στους Γερμανούς. Μετά την αποφυλάκισή έγινε διευθυντής της Πατρίδος από την οποία αποχώρησε για να ιδρύσει το 1922 το Ελεύθερον Βήμα, με το οποίο άνοιξε νέους ορίζοντες στον ελληνικό Τύπο. Το 1926 εξέδωσε τον εβδομαδιαίο Οικονομικό Ταχυδρόμο, το 1929 τα απογευματινά Αθηναϊκά Νέα και το 1932 τη Φωνή του Λαού, της οποίας η έκδοση κράτησε μόνο δύο χρόνια. Κατά τη γερμανοϊταλική Κατοχή ο Λαμπράκης, που είχε εκχωρήσει την έκδοση των εφημερίδων του στο συντακτικό προσωπικό, με τη μορφή της συνεργατικής, ενημέρωνε συχνά την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση για τις απόψεις των πολιτικών κομμάτων πάνω στις μελλοντικές εξελίξεις καθώς και πάνω στα διαμορφωνόμενα ρεύματα της κοινής γνώμης. Το 1944 κατέφυγε στη Μέση Ανατολή. Μετά την Απελευθέρωση επανεξέδωσε τις εφημερίδες του με τίτλους Το Βήμα και Τα Νέα. Αργότερα, το 1954, εξέδωσε το περιοδικό Ο Ταχυδρόμος και επανεξέδωσε τον Οικονομικό Ταχυδρόμο σε σχήμα περιοδικού.
Κατά τη δημοσιογραφική σταδιοδρομία του ο Λαμπράκης διακρίθηκε για την αγωνιστικότητά του για την επικράτηση των δημοκρατικών ιδεών. Φρόντιζε όμως πάντα ώστε τα άρθρα και τα σχόλια των εφημερίδων του να είναι γραμμένα με ευπρέπεια, χωρίς κραυγαλέους τίτλους και φραστικές ακρότητες, και οι υποστηριζόμενες θέσεις να βασίζονται σε γεγονότα, σε ντοκουμέντα και σε επιχειρήματα, αντλούμενα από τη λογική, τα δημοκρατικά ιδεώδη και το συμφέρον του έθνους. Επίσης φρόντιζε ώστε η δημοσιευόμενη ειδησεογραφία να ελέγχεται ως προς την ακρίβειά της. Επιδίωξή του ήταν να καθοδηγεί την κοινή γνώμη προς τη σωστή επιλογή και να μην παρασύρεται από τα επικρατούντα ρεύματα, μη διστάζοντας μάλιστα να πηγαίνει αντίθετα προς αυτά. Ο ίδιος δεν περιορίστηκε στον ρόλο του παρατηρητή και του σχολιαστή γεγονότων και τάσεων αλλά διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις και ζυμώσεις μέσα στον κεντρώο χώρο. Αν και πολλοί από τους συνεργάτες του κατέλαβαν υψηλά αξιώματα της πολιτείας, ο ίδιος δεν τα επιδίωξε ούτε τα δέχτηκε, όταν του προσφέρονταν.
Ήταν παντρεμένος με την Έλζα Τσαουσοπούλου (1908-2012), με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά: τη Λένα (1928), τον Χρήστο (1934-2009) και την Άννα (1945).
Δημήτριος Λαμπράκης

Ονοματεπώνυμο
Δημήτριος Λαμπράκης
Γέννηση
10 Μαΐου 1888
Θάνατος
12 Αυγούστου 1957